(η συνέχεια του Φαλαινοθήρες (3)
Αυτά είναι τα λόγια ενός μανιακού, σκέφτηκε. Ο άνδρας μπροστά του, που φιλοδοξούσε να τον οδηγήσει πίσω στη μάχη ήταν τόσο θρυμματισμένος, που μόνο τα ρούχα τον κρατούσαν ενωμένο και ολόκληρο. Παραληρούσε. Το μάτι του είχε πάρει φωτιά. Το σαγόνι του έτρεμε και άκουγες τα δόντια να τρίβονται μεταξύ τους. Δεν τον είχε δει ποτέ ξανά σε αυτή την κατάσταση, εκτός ελέγχου, να αφήνει το συναίσθημα να τον διαβρώσει.
«Ήρθε η ώρα να κυνηγήσουμε» τον έπιασε σφιχτά από τη βάση του κρανίου φέρνοντας τον κοντά. Η ανάσα του μύριζε ιώδιο. Θάλασσα. Άκουσε έναν γλάρο και το σπάσιμο του κύματος. «Κάθε φορά πρέπει να βρίσκω ένα νέο τρόπο να σε επαναφέρω. Και μου τελειώνουν, γίνονται ολοένα και πιο σπάνιοι. Μόνο η λήθη σου είναι σταθερή γιέ μου και χωρίς εσένα ποτέ δεν θα είμαστε ολόκληροι. Κανένας πάνω στο αναθεματισμένο πλοίο!» Κανονικά θα έπρεπε να το είχε αντιληφθεί νωρίτερα, το ένστικτό του όμως είχε στομώσει από την έκπληξη της τρέλας του Συνταγματάρχη. Ο Φήλιξ είχε έρθει πίσω του. Είδε τον όγκο του με την περιφέρεια της όρασης και μετά τον γέμισε το τσίμπημα του ρεύματος. Έπεσε στο σκληρό έδαφος. Άκουσε μέσα του τον ξερό γδούπο που έκανε το σώμα του. Διάολε, σκέφτηκε, τελείωσα τώρα. Ο Φήλιξ τον χτύπησε ακόμη μια φορά με το τέιζερ. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, γεμίζοντας με τον γκρίζο θόλο του ουρανού. Η γυναίκα έσκυψε και του έβαλε κάτι μέσα στο στόμα, ξερό και άγευστο, αν και αυτό μπορεί να οφειλόταν στη μουδιασμένη από το ρεύμα γλώσσα του. Τάπωσε με το χέρι της το στόμα του μέχρι να σιγουρευτεί ότι το έχει καταπιεί, μετά το πήρε και έγνεψε εντάξει. Έπειτα άρχισε να τον γδύνει. Προσπάθησε να την αποτρέψει αλλά τα χέρια του ήταν πολύ αργά. Τα πάντα ήταν αργά. Μόνο οι κινήσεις της ήταν άπιαστα γρήγορες και οι σκέψεις του που έτρεχαν ξεχαρβαλωμένες και διάτρητες από τον πανικό.
Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα και ήταν γυμνός. Τα ανοιγόκλεισε ξανά και είχε νυχτώσει. Πιο πέρα έκαιγε μια φωτιά που έκανε το καλυμμένο με λίπος σώμα του να γυαλίζει. Η γυναίκα ήταν όρθια μπροστά στη πυρά, στην ίδια κατάσταση με αυτόν και στα χέρια της κρατούσε ένα φτυάρι που το έτεινε επιτακτικά. Το πήρε χωρίς να το καταλάβει ενώ εκείνη του έδειχνε που να σκάψει. Όλα συνέβαιναν σαν σε όνειρο, μέσα σε μια απτή ρευστότητα. Κάπου ένα νηφάλιο ψήγμα του αντιλαμβάνονταν την ολίσθηση σε μια κατάσταση ανδρείκελου που κάτι ή κάποιος κινούσε τα νήματα στα μέλη του, ενώ άρχιζε ένα φρενήρης σκάψιμο στο σημείο που έδειχνε το δάκτυλο της. Η αντίληψη του είχε περιοριστεί στο έργο του, στην τρύπα που μεγάλωνε και βάθαινε. Το παγωμένο έδαφος δεν τον δυσκόλευε ιδιαίτερα, ήταν σα να είχε σκαφτεί αρκετές φορές, καθαρό από ρίζες και πέτρες. Κάποια στιγμή το βάθος της τρύπας έφτασε στις γάμπες του. Η γυναίκα τον σταμάτησε αρπάζοντας άγαρμπα τον καρπό του. Έσκυψε και καθάρισε το χώμα ανάμεσα στα πόδια του, με τα μαλλιά της να αποκαλύπτουν ένα παράξενο σχέδιο στην πλάτη της. Όταν σηκώθηκε όρθια, ένα βρώμικο θαμμένο κρανίο τον κοιτούσε με τις άδειες κόγχες του. Στο κούτελο είχε μια κόκκινη ξεθωριασμένη κηλίδα σαν αποτύπωμα. Πιέζοντας τον με τα δυο χέρια, με τον αχνό της ανάσας τους να ενώνεται και τα σώματα τους να γλιστράνε το ένα πάνω στο άλλο από το λίπος, κάθισαν, αυτός μέσα στη τρύπα και εκείνη στο χείλος της, δίπλα του. Πρόσεξε ότι στους γλουτούς είχε σύμβολα πατημένα με πυρωμένο σίδερο. Από τη μία έναν κύκλο με έναν ρόμβο και από την άλλη έναν σταυρό. Έκανε να την αγγίξει, έβαλε το χέρι πάνω από το μπούτι της, όμως εκείνη το έσπρωξε μακριά ρίχνοντας του μια άγρια ματιά. Σκέφτηκε το μαξιλάρι πίσω στο δωμάτιο, να το πιέζει και τα πόδια της να τινάζονται, να χτυπιέται για ανάσες στο έδαφος με το σεντόνι μπερδεμένο στο σώμα της. Όχι δεν ήταν ανάμνηση, αλλά μια πιθανότητα. Είχε τον θάνατο στα χέρια του.
(συνεχίζεται)
Ανδρέας Πασσάς