Εναντίον… Ο τίτλος του άρθρου μου… Ο τίτλος και η έννοιά του… Έτσι σκέφθηκα… Οι παρακάτω αράδες θα μιλούν για ό,τι μας βρίσκει εναντίον… Και;
Τι θα συμβεί μετά; Οι δεύτερες σκέψεις… Όλοι εναντίον, υπέρ ποιος; Όλοι ουρλιάζουν για το άσχημο, ποιος ζωγραφίζει το όμορφο; Ποιος συλλογάται πως μπορεί να ξαναπλάσει κάτι από τα συντρίμμια αυτού του κόσμου; Πόσοι προτιμούμε να χορεύουμε πάνω τους, κι ύστερα να χαροπαλεύουμε πάνω τους, κι ύστερα να σκοτώνουμε και να πεθαίνουμε πάνω τους, δικαιώνοντας τον ποιητή, που μας χάρισε τον πάντα επίκαιρο στίχο του: «Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε» (Τάκης Σινόπουλος). Όχι!… Δεν θα χαραμίσω τη γραφή μου για να μιλήσω εναντίον της τάξης των πραγμάτων, των βουβών συνένοχων τηλεθεατών της παρακμής, των μαφιόζων που έπιασαν τα πόστα και εξουσιάζουν τη μάζα, του απαίδευτου όχλου που φοβάται τη σκιά του, των σχολείων κελιών, των δουλεμπόρων που κοστολογούν τη ζωή λίγα δολάρια, των εκ γενετής διορισμένων στα κέντρα αποφάσεων, των αγενών πλησίον που καταστρέφουν σιγά-σιγά ό,τι απομένει να αγαπήσεις, των εμετικών τηλεπερσόνων, που στα πόδια τους σφάζονται βουλευτάδες, των ατέχνων εντέχνων τροβαδούρων του εκάστοτε συστήματος, που αρέσκεται να ονομάζει τον εαυτό του αλλαγή, του φασισμού που αλλάζει συνεχώς μάσκα, των ζωντανών νεκρών που δεν άνοιξαν ποτέ την πόρτα να δουν πως εκεί έξω είναι η ζωή…
Εκεί που συνάντησα εσένα… Και σου χαρίζω αυτές τις γραμμές… Σε έλεγαν Τάνια, Ελένη, Μαριάννα, Σιμώνη, Χριστίνα… κι ίσως Ζωή! Ναι νομίζω Ζωή… Σε συνάντησα να γράφεις έξω απ’ το πανεπιστήμιο ένα μικρό στιχάκι… «Μωρό μου άκουσα πως υπάρχει ζωή πριν…». Με είδες που κάρφωσα το βλέμμα μου… Ρώτησες: «Δε συμφωνείς»; «Τι εννοείς», σου είπα, «Πριν από τι»; «Πριν από το τέλος», απάντησες, «Κοίτα τους όλους γύρω σου… Μια θλιμμένη πόλη! Σα να ζούνε το τέλος τους! Μα τώρα είναι το πριν… να ξέρεις… τώρα που ζούμε… πού ξέρεις μετά τι υπάρχει!…», η φωνή σου χάριζε στις λέξεις μια αλλιώτική αίσθηση. Οργή, δύναμη, ομορφιά κι ελπίδα μαζί! Σαν μια σφαίρα που πυρπολεί τη μιζέρια… Έκανα να φύγω… Πλησίασες… «Πάρε μπογιά, φίλε, και γράψε για ό,τι έχεις μέσα σου… Τι τρέμεις; Μη λερώσεις τη βρώμα τους;;;». Τα έχασα, το κατάλαβες νομίζω… Γέλασα σαν χαζός… Μου πήρες το χέρι και μου έδωσες το πινέλο… Κι έγραψα: «Θέλω να ζήσω…! Γύρισα το βλέμμα να σου δείξω τον τοίχο… Ήσουν ήδη καβάλα στο ποδήλατο… Κι ανέμιζες στην πόλη σαν αερικό. Κοίταξες πίσω για μια στιγμή… και φώναξες: «Τώρα καθάρισε τον τοίχο και γράψε στην ψυχή σου!!!». Ξημέρωνε Σάββατο και ο ήλιος βιαζόταν να ανατείλει….
Απόστολος Κόκκινος