του Ευθύμη Κουτσούκη (Mr EX)
Τιμώντας το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του συνεπώνυμου πτηνού -Μάινα-, ο Στέλιος υπήρξε… λαλίστατος στη συγκεκριμένη συνέντευξη.
Έστω κι ΕΞ αποστάσεως λόγω του επίμαχου ιού, τα είπαμε “ΈΞω από το κουτί”. Ο γνωστός κι αξιόλογος ηθοποιός, ευγενικός, άμεσος και ιδιαίτερα πρόθυμος μίλησε εφ’ όλης κι ΕΞώλης της ύλης, “φωτογραφίζοντας” τον εαυτό του όπως ποτέ ξανά, μέσα από τις μεστές και λογοτεχνικές απαντήσεις του. Επειδή, λοιπόν, η γραπτή κουβέντα μας είναι μακρά, συντομεύω με την εισαγωγή. Καραντίνοι και καραντίνες, καθίστε αναπαυτικά απολαύστε υπεύθυνα, με ασφάλεια, αλλά όπως πάντα ΕΞ-αιρετικά! Και μην ξεχνάτε, το πάθος για δημιουργία δεν περιορίζεται…
[Η συνέντευξη και στο νέο φύλλο του Εξαρχειώτη]
-Στέλιο, περπατάς στο δρόμο {βάσει συνθηκών, δες το σαν σενάριο} και συναντάς ένα νέο άνθρωπο, ο οποίος τυχαίνει να μη σε γνωρίζει και σε ρωτά ποιος είσαι και με τι ασχολείσαι στη ζωή… Συστήσου.
Γειά. Κανονικά θα σε κερνούσα έναν καφέ να τα λέγαμε, έτσι κυρίως για παρέα, έχει και το κωλοβάρεμα τη σημασία του, και τα τραπεζάκια έξω, κι ο ήλιος που σε χαυνώνει κάποια πρωινά του χειμώνα, και μας ζηλεύουν οι άλλοι, τυχεροί σου λέει, άλλα τι να κάνουμε, ούτε ο Στήβεν Κίνγκ, δεν θα είχε σκεφτεί τέτοιο σενάριο. Λοιπόν, κανονικά εγώ φίλε, άλλα πράγματα ήθελα να κάνω στη ζωή μου, πιτσιρικάς, μπα, όχι καράβια και τέτοια, με πίεζε ο πατέρας μου που ήταν στη θάλασσα, έλα ρε, και θα φας ψωμί, και θα κάνεις ταξίδια, μου έκανε πολύ κλεισούρα το σκηνικό και δεν το τόλμησα. Και πολλά άλλα επαγγέλματα δηλαδή απέρριψα. Κυρίως από ασχετοσύνη. Τώρα πως βρέθηκα στο Θέατρο; Από τεμπελιά; Από σπόντα, όπως συμβαίνουν τα περισσότερα πράγματα στη ζωή. Θες να πας, ας πούμε Κηφισιά κι επειδή περνάει πρώτο το λεωφορείο για Σεπόλια, λες δε μπαίνω, που να τρέχω τώρα εκεί πάνω κάνει και κρύο… Όχι, δεν έχω παράπονο, καλά πήγε, εντάξει πλούσιοι δεν γίναμε φίλε, αλλά πρέπει να το θες πολύ, για να βγάλεις λεφτά, και όχι να βασανίζεσαι από το παραμύθι πως θα σώσεις τον κόσμο… Εγώ ούτε τον εαυτό μου δεν μπορώ να σώσω, όχι τον κόσμο… Έτσι που λες, πλάκα έχει, γιατί, τι να τη κάνεις τη ζωή άμα δεν έχει και πλάκα; Α, αυτό το μάθαμε από μικρά, μην παίρνετε τόσο σοβαρά τον εαυτό σας, ρε χαζά, μάς έλεγε ένας καθηγητής μας της Ιστορίας, που θαύμαζα πολύ… Εκεί τον άκουσα, κι εγώ κι οι περισσότεροι της τάξης μου, εκεί στο Γυμνάσιο του Βύρωνα καλή τους ώρα… Μιλάμε πολύ στα τηλέφωνα, μ όσους έχουν μείνει, ε ναι η γενιά μου είχε και απώλειες, τι διάολο, πάνω κάτω τα ίδια, δεν έχουμε κάποιο δείγμα να λέμε, ρε κοίτα, ο τάδε εξελίχθηκε σε μέγας, και λοιπά, όπως ήμασταν, έτσι μείναμε, οι περισσότεροι, τα παιδιά της γειτονιάς. Όλοι μικρές διαδρομές κάναμε, άλλοι γίνανε βιοτέχνες, άλλοι μάστορες, άλλοι υπάλληλοι, ένας γιατρός, κανονικά πράγματα δηλαδή. Έτσι που λες φίλε, και τη πλατεία τη ξέρουμε πολλά χρόνια, στη γωνία ήταν το φροντιστήριό μου, Μπελεζίνης, φοβερός, μας έκανε αρχαία, τότε που δίναμε για Νομική, ε ναι καταπληκτικοί άνθρωποι, φαντάσου μέχρι και ο Σαράντος ο Καργάκος με ανοιχτό πουκάμισο και μακρύ μαλλί, μας έκανε συντακτικό.
Δυο χρόνια φροντιστήριο, τσάμπα πήγανε, δεν πέρασα, για κάτι ψιλομονάδες τη πρώτη χρονιά, τη δεύτερη πολύ χειρότερα, με είχε πιάσει κι ο έρωτας απ’ τα μαλλιά, έλα όμως που έπρεπε κάτι να δηλώσεις στο χαρτί. ΚΑΤΕΕ, τι είναι αυτό;
Μόλις είχανε ανοίξει 1976, το συμπλήρωσα το χαρτί έδωσα, για πλάκα, και πέρασα. Διοίκηση επιχειρήσεων, Λάρισα… Ε, δεν πάμε, τι θα χάσουμε, το πολύ θα γίνουμε ξενοδόχοι. Τμήμα Τουριστικών επαγγελμάτων. Δηλαδή, καταλαβαίνεις, τυχαία. Έλα που τυχαία αρπάξαμε και το μικρόβιο, γιατί πήγε εκεί στη Λάρισα την ίδια εποχή να φτιάξει το Θεσσαλικό θέατρο ο Τσιάνος κι η Βαγενά, κι εμείς μ ένα ερασιτεχνικό, ε δεν βοηθάτε λένε, μπρος εμείς. Κι από πουθενά βρεθήκαμε να κάνουμε παρέα, με Θεατρίνους…. Όχι αυτούς της τηλεόρασης, δεν είχε τότε τηλεόραση, ηθοποιός σήμαινε μόνο θέατρο, κι έτσι χωρίς να το καταλάβουμε γνωρίσαμε, κι αυτούς που αγαπήσαμε, τους μαστόρους μιας τέχνης χειροποίητης, προσωρινής και φευγαλέας, όσο η ζωή.
Από τότε, φίλε, κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι, και τηλεόραση κάναμε, που σνομπάραμε, και με κόσμο που δεν τον είχαμε και περί πολλού δουλέψαμε, και σιγά σιγά καταλάβαμε, σε τι φούσκα πιστεύαμε. Και είδαμε πως στη ζωή τα πράγματα δεν είναι όλα σε μια γραμμή, ούτε σε κουτάκια να διαλέξεις, και πως δεν μπορείς να είσαι και πολύ σίγουρος για ότι πιστεύεις, ακόμα κι αν το βλέπεις, γιατί τις περισσότερες φορές τα μάτια σου βλέπουν αυτό που θέλεις να δεις, κι αδικείς κόσμο, και πιστεύεις σε ψέματα, και πισωγυρίζεις, και απογοητεύεσαι και νιώθεις και προδομένος καμιά φορά, και τελικά φίλε…
Αν μπορείς μετά απ’ τα χρόνια μπορείς να κοιτάξεις τον καθρέφτη σου και να μην απορείς μ’ αυτό που βλέπεις απέναντί σου, αν μετά απ’ τα χρόνια που πέρασαν μπορείς να διακρίνεις εκείνη τη νεανική φλόγα, της αφέλειας κι αθωότητας, ε ναι λες, άξιζε τον κόπο……. Ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτα.
-Είσαι καταξιωμένος και αγαπητός ηθοποιός, που προτιμά να κάνει πιο ποιοτικές επιλογές. Δεν θα σε ρωτήσω για τους… σταθμούς της καριέρας σου, αλλά για τα “μονοπάτια” εκείνα, τα οποία καλώς η κακώς ακολούθησες [ή δεν] στην πορεία σου μέχρι σήμερα.
Κοίτα, δεν έχω παράπονο, χορτασμένος είμαι. Εμείς μιας παλαιότερης γενιάς, βάζουμε σε προτεραιότητα την κοινή γνώμη, τον μέσο θεατή, τον καθημερινό Έλληνα, που δεν ξέρει και πολλά για σένα, άλλα, που του μένει μια γενικότερη καλή εντύπωση για το άτομό σου. Θα σου πω ένα παράδειγμα, που μπορεί, κάποιους συνειρμούς να κάνεις. Τρωικός πόλεμος, οι Έλληνες πολιορκούν του Τρώες, Ο Έκτορας στα τείχη, και τον προκαλεί ο Αχιλλέας, να βγει στο «πεδίο», να μονομαχήσουν, πέφτει η Ανδρομάχη, πάνω του, Όχι άντρα μου, αυτός το λέει γιατί είναι άτρωτος, δεν θα πάθει τίποτα, θα είναι άνιση κι άδικη αναμέτρηση, δεν θα σε παρεξηγήσει κανείς στη πόλη, όλοι το ξέρουν ποιος είναι ο Αχιλλέας, η χώρα σε έχει ανάγκη ζωντανό, κι εγώ κι ο μικρός ο γιός σου, ο Αστυάνακτας, σε ικετεύουμε, μην πας…. Κι ο Έκτορας, δένοντας τα λουριά από το θώρακά του, λίγο πριν βγει στο πεδίο όπου θα σύρει με το άρμα του το πτώμα του ο αντίπαλος, λέει μαλακά, στη γυναίκα του, δίνοντας της ένα φιλί ¨Αιδέομαι Τρώας….¨ Ντρέπομαι τον κόσμο δηλαδή, κατάλαβες;
Ε, αυτή τη ντροπή, τη λένε εδώ φιλότιμο, μια λέξη που δυστυχώς είναι αμετάφραστη, ίσως γιατί είναι ανείπωτη τόσο, σαν την πιο απλή, αυτονόητη… πράξη.
Τώρα για ρόλους, ε ναι κοίτα, όταν διαβάζεις τους μεγάλους συγγραφείς, ζηλεύεις, για το περιεχόμενο, το μέγεθος, όχι πως δεν έχω παίξει, κάτι έκανα και γω, αλλά πως να το πω, δεν μου αρέσει η γκρίνια, μουρ μουρ και μουρ, πάντα λέω στον εαυτό μου , για παρηγοριά, θα έρθει και η ώρα για αυτό, ή το άλλο, αλλά και να μην έρθει, τι έγινε ρε φίλε…
-Πρόσωπα “κλειδιά”, τα οποία σου άνοιξαν και ίσως συνεχίζουν να σου ανοίγουν νέες πόρτες, σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο…
Όταν έρθει η ώρα λες μέσα σου, δεν θα σε ξεχάσω, στους ανθρώπους που σε βοήθησαν, που έγραψαν για σένα, που σε συγκίνησαν, που έγιναν τα πρότυπά σου, οι δικοί σου φάροι, ακόμα κι αν σ’ απογοήτευσαν, ακόμα κι αν διαψεύστηκες, να λες δεν πειράζει, έτσι γίνεται, όλα σε στιγμές υπάρχουν. Μια και μοναδική στιγμή αν λάμψει κάτι μέσα σου, είναι σημαντικό, λέει ο Ελύτης, αυτός ο μεγάλος ποιητής και στοχαστής. “Στη διάρκεια ενός σιγαρέτου που είναι η ζωή μας και όπου χαιρόμαστε, και αυτοκαταστρεφόμαστε, όπως άλλωστε και στους έρωτες, τις απόπειρες δημιουργίας, και οπουδήποτε αλλού, το μόνο φωσάκι που δεν σβήνει, ακόμη κι αν ο χρόνος, μας το πατά χάμω, είναι το κάλλος. Η απειροελάχιστη στιγμή, όπου γευτήκαμε το κάλλος και την ενσωματώσαμε μια για πάντα, μες την ιδιωτική μας αιωνιότητα…”.
Κι αυτό το φωσάκι, το διακρίναμε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του βίου μας, είμαστε τυχεροί. Εμείς σαν νέοι είχαμε πολλούς να θαυμάζουμε, Ποιητές, συνθέτες, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, πνευματικούς ορίζοντες, ιδέες, τα πάντα.
Φαντάσου, ότι η γενιά μου μεγάλωσε με τον Γκράμσι, τον Ηλιού, Τον Χατζηδάκη, το Σαββόπουλο και τους Αχαρνείς του, με τον Βολανάκη, τον Κουν, τον Κακογιάννη, τον Βουτινά, αλλά και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Μέγα Φελίνι, άλλα και τον Σον Κόνερυ….
-Αξίες σου, ιερές και απαράβατες.
Μας έλεγε μια φοβερή ιστορία ένας μεγάλος δάσκαλος που δουλέψαμε στο θέατρο, ο Μίνως ο Βολανάκης που το γραφείο του ήταν στα Εξάρχεια. Πηγαίναμε να κάνουμε πρόβα και να μας κερνάει κουραμπιέδες (Νέας Καρβάλης). Την ώρα που έπεφταν πάνω στον Ιούλιο Καίσαρα, οι συνωμότες να τον μαχαιρώσουν, ο Καίσαρας, μάζευε τη χλαμύδα του, μπρος στα αχαμνά του, για να τον βρει ο θάνατος με αξιοπρέπεια…
-Κωμωδία, δράμα, τραγωδία… Σχημάτισέ μου μία φράση, που σε χαρακτηρίζει, για κάθε μία από τις συγκεκριμένες λέξεις/έννοιες.
Κωμωδία, να βγάζεις τη γλώσσα στο Χάρο.
Δράμα, να συμμερίζεσαι τον πόνο τον άλλων και να κατανοείς τον δικό σου.
Τραγωδία, η απόλυτη συνείδηση της ματαιότητάς σου και του μικρού μεγέθους σου.
-Θα σταθώ σε μία βράβευσή σου το 2015, ως καλύτερου ηθοποιού, στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, όσον αφορά στην ταινία “Τετάρτη 04:45”. Μίλα μου για αυτή, τη θεματολογία της (που σχετίζεται, μεταξύ άλλων, με τη σύγχρονη εγχώρια -και διεθνή- κρίση), καθώς και για το κομμάτι της επιβράβευσης και κατά πόσο αυτό είναι σημαντικό για εσένα.
Οι άνθρωποι έχουν όρια, έχουν βαλβίδα ασφαλείας, κι αν ξεπεραστεί το μέτρο γι’ αυτούς, σκάνε, εκρήγνυνται, γίνονται κομμάτια. Η κρίση ωθεί τους ανθρώπους σ’ αυτή την έκρηξη. Ο Στέλιος, ο ήρωας του “Τετάρτη 4.45”, είναι ένα κλικ, πριν την έκρηξη, θέλει να τα κάνει όλα σωστά, να είναι εντάξει με όλους και όλα, αλλά όταν του παίρνουν και το τελευταίο πράγμα, που αγαπάει, τη μουσική του, τότε σκάει (“ο κόσμος θα γυρίσει ανάποδα και θα γυρίσω, κι εγώ μαζί του”) και παίρνει μαζί του δίκαιους και άδικους… Τον αγάπησα τον ήρωα, και οφείλω ό,τι κατάφερα στους άλλους συνεργάτες. Τον σπουδαίο κινηματογραφιστή Αλέξη Αλεξίου, αλλά και στο φοβερό διευθυντή φωτογραφίας τον Χρήστο το Καραμάνη, τη μουσική του Βελσεμέ, αλλά και τις ερμηνείες του φίλου μου του Τζουμάκη και του Αδάμ του Μπουσδούκου. Αυτού του καταπληκτικού Έλληνα, ο οποίος μας κάνει τόσο περήφανους στα ξένα. Όλοι, όλοι. Ξέρεις το καλό όπως και το κακό είναι κολλητικά. Κάνει κάποιος την αρχή και ακολουθούν κι οι άλλοι. Βγάζουν τον καλύτερο εαυτό τους. Και στο κακό, τον χειρότερο…
Τώρα για τα βραβεία.. Θα ήταν ψευτοσεμνότητα να σου έλεγα πως δεν ένιωσα κάπως δικαιωμένος, αλλά μέχρι εκεί. Πότε πότε, έχουμε ανάγκη να μας λένε, καλά πας, για μια στιγμή ήσουν πρώτος σε κάτι, ή έτσι νομίζαμε, ωραίο είναι, αρκεί να μην πάρεις τον εαυτό σου στα σοβαρά, και μείνεις εκεί.
Ο αγώνας μετράει, μια κερδίζεις, δέκα χάνεις, αυτό είναι το κανονικό, το άλλο είναι έπαρση, και η έπαρση είναι εχθρός, είναι κακός σύμβουλος, είναι βλακεία.
-“Τα φαινόμενα απατούν”… Στέλιος Μάινας και συγγραφικό έργο.
Αγαπώ τη μάθηση, τη γνώση, το διάβασμα. Παρ’ όλο που στο δημοτικό, όταν ο δάσκαλος, στην έκτη, είπε στη μάνα μου, “Τι να δώσει εξετάσεις για το γυμνάσιο δεν θα μπει, στο υπογράφω, δεν τα παίρνει τα γράμματα, δεν το πας να μάθει μια τέχνη, μην ξοδεύεσαι…..”
Έκλαιγα μια βδομάδα…. Μπήκα τρίτος, κι έκτοτε όχι μόνο διαβάζω, αλλά και γράφω. Έτσι, προέκυψαν κείμενα για το ραδιόφωνο, για τρία χρόνια κάθε Κυριακή “Εμείς του ‘60 οι εκδρομείς”, στον Μελωδία κι αργότερα κείμενα για το περιοδικό Homme, και η συλλογή των διηγημάτων “Τα φαινόμενα απατούν”.
Εδώ και τρία χρόνια και βάλε, παλεύω να τελειώσω το πρώτο μου μυθιστόρημα, αλλά τα έχω βρει μπαστούνια, στη μεγάλη φόρμα. Που θα πάει όμως….
-Δουλειές, στιγμές, που σε κάνουν υπερήφανο. Επίσης, τι, ποιον/-ους αγαπάς.
Αν μου ζητούσαν να πω που πέρασα καλά καλλιτεχνικά, γιατί κι αυτό παίζει μεγάλο ρόλο, θα σου πω, όλες τις δουλειές που οφείλουν περισσότερα στη δική μου πρωτοβουλία. Δηλαδή εγώ βρήκα τα έργα κι είχα μεγαλύτερη και σημαντικότερη εμπλοκή. Επιπλέον, κάποια απ’ αυτά τα σκηνοθέτησα. Εδώ και μια εικοσαετία ασχολούμαι με το σύγχρονο Ολλανδικό έργο, κι έτσι το πρώτο έργο που ανέβασα ήταν το ‘99, Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΟΝΥ που το σκηνοθέτησε η Ρούλα Πατεράκη και είχα την τύχη να συνεργαστώ με μια μεγάλη ηθοποιό, που αποσύρθηκε στο Βόλο δυστυχώς. Δυστυχώς, λέω, γιατί τους σπουδαίους καλλιτέχνες, και δεν εννοώ μόνο υποκριτικά, τους έχει ανάγκη το συνάφι μας, αλλά και ο κόσμος, αυτή είναι η Άννα Μακράκη, σπουδαία ηθοποιός. Επίσης, μετά από χρόνια ανέβασα ένα συγκλονιστικό έργο, ενός άλλου μεγάλου Ολλανδού συγγραφέα, του Άρνον Γκρούνμπεργκ, ΤΙΡΖΑ , σε σκηνοθεσία του Κώστα του Φιλίππογλου, που έκανε καταπληκτική δουλειά, και πριν ένα χρόνο ένα άλλο Ολλανδικό έργο το Δείπνο, του Χέρμαν Κοχ, σε σκηνοθεσία της εξαιρετικής, Λίλλυ Μελεμέ.
Μπορώ να πω ότι πέρασα επίσης πολύ καλά στο Θέατρο του Νότου, του Γιάννη του Χουβαρδά, που μου έκανε την τιμή να με συμπεριλάβει στο τότε θίασο που έφτιαξε. Εκεί πέρασαν πολύ σημαντικοί ηθοποιοί. Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, ο Καραθάνος, η Φωτοπούλου, Η Λαζαρίδου, ο Γεωργακόπουλος, η Κατσιαδάκη και πολύ άλλοι εξαιρετικοί συνάδελφοι, που τους εκτιμώ βαθιά.
Όμως θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω, ένα από τα σημαντικότερα πεδία της λειτουργίας του θεάτρου, με δύο πολύ εμπνευσμένους ανθρώπους, την Μπέτυ Αρβανίτη και τον Βασίλη Πουλατζά, που έχουν φτιάξει πάνω από τριάντα χρόνια, στη Κυψέλη ένα πραγματικό πανεπιστήμιο Τέχνης. Εκεί ανεβάσαμε Πίντερ, Τσέχωφ, με τον καλλιτεχνικό μου πατέρα, όπως αποκαλούσα τον αείμνηστο, εξαιρετικό Γιάννη Βόγλη, σε σκηνοθεσίες, ενός πολύ σημαντικού σκηνοθέτη, του Νίκου Μαστοράκη. Όσοι καλλιτέχνες δούλεψαν μαζί του, καταλαβαίνουν. Νομίζω πως ο κληρονόμος του Μίνου Βολανάκη είναι ο Μαστοράκης. Αγαπώ, τον Σκιαδαρέση, τον κουμπάρο μου, τη Μάλφα, επίσης τα φιλαράκια μου, που είναι καταπληκτικοί ηθοποιοί, Ο Σακελαρίου, που είναι και Εξαρχειώτης, ο Ιεροκλής ο Μιχαηλίδης, ο Αθερίδης, η αλήθεια είναι ότι κόλλησα με τα καρντάσια απ’ τη Θεσσαλονίκη, και μπορώ να πω, πως μου πάει πολύ η Μακεδονίτικη αντίληψη, η ζεστασιά των ανθρώπων και η ευθύτητά τους. Τους αγαπάω πολύ…
Κοίταξε, ξεχνάμε τους αγαπημένους μας. Θα τους αδικούσα, αλλά δεν μου έρχονται όλοι αυτοί στο μυαλό που τους χρωστάω, και θέλω να πω πως, όλοι όσοι είναι σημαντικοί στη ζωή, και κάποτε, πέρασαν από τη ζωή σου, κάτι προσέθεσαν στη προσωπικότητά σου, κάτι καλό σου έκαναν. Όλους αυτούς λοιπόν, τους ευχαριστώ. Ξέρεις, πολλές φορές, ακούς τον κόσμο, να λέει, σας ευχαριστούμε γι’ αυτό που προσφέρετε, και δεν είναι σχήμα λόγου, είναι σημαντικό να μην νιώθεις μόνος στη πορεία σου, να ξέρεις πως πιάνει τόπο αυτό που κάνεις. Με τη σειρά μου, λοιπόν, εγώ πρώτος, ευχαριστώ τον κόσμο, κι όσους μας κάνουν την τιμή να μας παρακολουθούν, μας δίνουν κουράγιο…
-Πώς βλέπεις τη… μασκοφόρα καθημερινότητά μας; Μίλα μου ελεύθερα, “κρίνοντας” αποφάσεις, περιοριστικά μέτρα, αντιγνωμίες… Πόσο έχεις επηρεαστεί οικονομικά, ηθικά; O κύκλος σου (άμεσος, φιλικός, συναδελφικός);
Το μοναδικό πράγμα που δεν φανταζόμουν, είναι αυτό που μας συνέβη. Να μας κλείσουν μέσα, με τον κίνδυνο, να κάνει βόλτες.
Στο πρώτο λοκντάουν, το είχα πάρει πιο χαλαρά, ήταν και άνοιξη, τώρα όμως κινδυνεύω από κατάθλιψη. Επειδή όμως μου αρέσει να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο κι όχι μισοάδειο, λέω, λίγη υπομονή, και θα το περάσουμε κι αυτό.
Εκείνο που δεν μπορώ, παιδιά απαξιωμένα. Να βλέπω τα μεταπτυχιακά, τα διδακτορικά, τα PHD, τις γλώσσες, τα πτυχία, να γίνονται κουρελόχαρτα, και οι νέοι στην ουρά και στην ανεργία. Δεν υπάρχει χειρότερη παρακαταθήκη για μια κοινωνία απ’ το να ακυρώνεις τη νεολαία σου, να την αποδυναμώνεις, να την ακυρώνεις γιατί η αεργία, αυτό ακριβώς κάνει. Δηλαδή φτάσαμε τα παλιά συνθήματα να τα βγάζουν πάλι οι νέοι απ’ τα μπαούλα, και λες κοίτα, δηλαδή άντε φτου κι απ’ την αρχή; Κύκλους κάνουμε; Δηλαδή εμείς; Η δικιά μου η γενιά, που έγινε εξουσία, τι έκανε;
Το αγαπώ το σινάφι μου, είμαστε ευαίσθητοι εμείς οι καλλιτέχνες, και αδύναμοι ταυτόχρονα. Αμλετίζουμε, παρατηρητές είμαστε, διαφανείς, ασώματοι, φευγάτοι, μετέωροι, τι να κάνουμε, έτσι είναι η τέχνη μας, σιγά σιγά γίνεται η ίδια μας η πραγματικότητα, η ζωή μας. Για αυτό μην μας παραξηγείτε, όσο κι αν καμιά φορά φαινόμαστε κομπορρήμονες, νάρκισσοι, μεγαλομανείς, άμυνα είναι. Λειψοί, μας λείπουν πράγματα, αλλιώς γιατί να τα ψάχναμε στην τέχνη; Να πω πως οι καλλιτέχνες είμαστε οι πιο βαριά πληγωμένοι; Όλοι είμαστε. Όλοι… Απλά ξέρεις εμείς την ανέχεια την έχουμε στο τσεπάκι, και παρά το ότι δεν χωνεύεται, το επάγγελμά μας, είναι από μόνο του επάγγελμα κρίσης…Αν δεν είσαι προπονημένος στη στέρηση, έχεις διαλέξει λάθος επάγγελμα..
Αυτό δεν σημαίνει, σφάξε με Αγά μου να αγιάσω… Όχι, αγώνας κι εργασία. Ό,τι κατακτήθηκε, κάποιοι το πλήρωσαν, κατακτήθηκε, δεν χαρίστηκε..
-Το μέλλον φαντάζει… Εάν προβλέπεις κάτι, τι είναι αυτό;
Εγώ είμαι απ’ τη φύση μου αισιόδοξος, ή μάλλον, δεν έχουμε περιθώρια αισιοδοξίας ή απαισιοδοξίας, έχουμε μόνο μπροστά μας δουλειά. Ό,τι γκρεμίζεται, εμείς να το ξαναχτίζουμε, εμείς πρέπει να βάζουμε έναν ορίζοντα, ένα στόχο, ή ακόμα καλύτερα στόχους, και να κοιτάμε εκεί, κι αν πέσουμε, να μάθουμε να σηκωνόμαστε, όσο κι αν κρατήσει αυτό. Γιατί πρέπει να μάθουμε πως αυτός είναι ο προορισμός μας. Και να ξέρουμε, έτσι σαν το φωσάκι του Ελύτη πως, άπαξ και γευτήκαμε μια φορά το κάλλος, δεν μπορεί, αυτό θα αποζητάμε, αυτό το φωσάκι θα είναι ο οδηγός μας, και ακόμα κι αν σβήνει προσωρινά, κάποιος-κάπου, μέσα στο σκοτάδι θα ανάψει ένα τσιγάρο, και το αμυδρό του φωσάκι θα μας ξαναδείξει το δρόμο…
-Αντικειμενικά, σε παγκόσμια κλίμακα βιώνουμε μια ιδιαίτερα “καλουπωμένη” κι ελεγχόμενη πραγματικότητα. Η απειλή του επίμαχου ιού φαίνεται να αποξενώνει/καταθλίβει ακόμη περισσότερο τους ανθρώπους. Η αληθινή επικοινωνία, η ουσιαστική επαφή είναι μήπως η καινούρια μορφή επανάστασης; Τι άλλο θα αποκαλούσες επαναστατικό;
Αυτή η απομόνωση είναι αλήθεια πως είναι τραγική, γιατί σου υπενθυμίζει πόσο μόνος είσαι απέναντι στην απειλή του θανάτου, και για να είμαστε ειλικρινείς, είμαστε. Είναι τραγικό να μπαίνεις στην εντατική και να ξέρεις πως δεν θα ξαναδείς τους φίλους σου, τους αγαπημένους σου, πως θα πεθάνεις μόνος, εντελώς μόνος. Αυτό δεν αντέχεται….Θα έλεγα πως αυτή η εικόνα είναι ό,τι χειρότερο υπάρχει. Είμαι φυσικά υπέρμαχος της ελευθερίας, αλλά ο θάνατος δεν είναι ελευθερία είναι απελευθέρωση από τα υλικά δεσμά. Αλλά επειδή ακόμα εδώ είμαστε, και για όσο είμαστε, πρέπει, οφείλουμε να ζήσουμε γι’ αυτούς που μας αγαπάνε και τους αγαπάμε. Ε, τότε αυτός ο περιορισμός προφανώς και είναι το τελευταίο αναγκαίο μέτρο. Όμως, γιατί πάντα υπάρχει το όμως, η πολιτεία, οφείλει μέχρι τότε να έχει εξαντλήσει όλα εκείνα τα απαραίτητα μέτρα που θα προστατεύσουν τους πολίτες, και δεν θα τους εκθέσουν στον κίνδυνο. Παράδειγμα τρανταχτό, τα ΜΜΜ, που χρησιμοποιεί ο περισσότερος κόσμος. Και φυσικά, ένα ευνομούμενο κράτος, φροντίζει να μην αφήσει τους πολίτες του να πεθάνουν απ’ την πείνα. Ας μην ξεχνάμε, πως η απλήρωτη και ανασφάλιστη εργασία τα τελευταία χρόνια δεν αποτελεί εξαίρεση και μειοψηφία, ειδικά στα καλλιτεχνικά επαγγέλματα, κι έτσι επιπλέον, οι καλλιτέχνες και όχι μόνο, μένουν αβοήθητοι και εκτεθειμένοι.
Όσον αφορά στην επαναστατικότητα, εγώ αποκαλώ επαναστατική κάθε ενέργεια που έρχεται αντιμέτωπη με την αδικία.
-Είσαι ροκ; Τι είναι ροκ για εσένα;
Στα 15 ανακάλυψα τη ροκ και τους Led zeppelin, το πρώτο LP που αγόρασα ήταν το “Stairway to Heaven”. Ακολούθησαν οι Deep Purple, Iron Butterfly, Emerson Lake and Palmer, η ψυχεδελική ρoκ, και μετά ανακαλύψαμε τις μονάδες, τον τεράστιο Κοέν, την Κάντρυ, τα γκοντσπελ τη Φολκ, κι αργότερα, ένα πρωί ακούσαμε τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη, τον Ζαμπέτα, τον Θεοδωράκη κι είπαμε, ρε συ, είμαστε κι εμείς ροκ… Τι να μας πούνε οι ξανθομπούμπουρες; Αλλά εκεί βέβαια που εγώ, είμαι εγώ, και το ομολογώ, εκεί που αισθάνομαι κάποιον να μιλάει, αποκλειστικά για λογαριασμό μου, είναι ο Κύριος Μάνος… Νέος, τους έλιωνα τους δίσκους του, τις συνθέσεις του τις ξέρω απ’ έξω, ξέρω πότε θα μπει κάθε μαντολίνο, κάθε βιολί, πότε μπαίνει το φλάουτο, πως τραγουδάει η Νταντωκάκη, ο Ψαριανός, ένας-ένας, όλοι… Παλεύω ακόμα με τα πνευστά και τα έγχορδα, ακόμα αγοράζω (μουσικά αναλώσιμα), ακόμα ρίχνω τα γκάζια μου…
-Κόντρα στη μιζέρια και το φόβο, ό,τι πιο αστείο έχεις δει ή ακούσει το πρόσφατο χρονικό διάστημα.
Ως έγκλειστος, έχουν πέσει στα χέρια μου παλιά τεύχη της Βαβέλ, και γελάω πολύ με κάποιους σκιτσογράφους, κατά παράδοση Γάλλους με βιτριολικό χιούμορ, όπως ο Ρεζέ κι ο Κοπί.
-Πού/πώς σε πετυχαίνουμε τώρα δημιουργικά; Πλάνα για μετά την καραντίνα εποχή…;
Μέχρι την παραμονή του λοκντάουν, ετοιμάζαμε σε σκηνοθεσία της Σοφίας Σπυράτου, μια παράσταση στο θέατρο Βεάκη, “Κάποτε στο Βόσπορο”, για τα γεγονότα του Σεπτέμβρη του ‘55 στη Πόλη (τον διωγμό των Ελλήνων). Αλλά μείναμε στις γενικές δοκιμές. Περιμένουμε να ανοίξουμε, για να συνεχίσουμε κι εμείς τη δουλειά μας. Αυτά.
–Ό,τι επιπρόσθετο θα ήθελες να δηλώσεις, συμπληρώσεις.
Θα χρησιμοποιήσω, πάλι, μια σκέψη του Ελύτη. Γράφει λοιπόν ο ποιητής: “Ανέκαθεν, στον κόσμο αυτόν βασιλεύει, μια κάπως, όπως θα λέγαμε, άνισος ισομετρία. Το ίδιο δυναμικό και για το καλό και για το κακό απαιτείται να καταβληθεί, αφού το φαρμάκι, επενεργεί αρνητικά, όπως ακριβώς το αγαθόν, θετικά, πάνω στους άλλους, που ξέρουν να κρατούν σωστά το κάτοπτρο της καθαρής αντίληψης στη σχέση τους με τους τρίτους. Είναι όμως διαφορετικό το μήκος των πεπρωμένων….
Θεέ μου, πόσα πολλά πράγματα, και να αντιστοιχούν μόνο σ’ ένα σκέτο σπίρτο, που το τραβάς επάνω τους, και να! Μόνο μια λάμψη ο άνθρωπος, κι αν είδες, είδες...”
-Ρίχνοντας την αυλαία της συνέντευξης, περίγραψέ μου μια εικόνα που θα επιθυμούσες να αντικρίσεις το 2021, κάτι σαν ευχή για όλο τον κόσμο…
Θέλω να βλέπω τους νέους ευτυχισμένους, θέλω να βλέπω τα όνειρα να γίνονται πραγματικότητα, θέλω να βλέπω τα νέα παιδιά να κάνουν κι αυτά παιδιά, θέλω να βλέπω τις παρέες να γελάνε, να ζουν τη δική τους ζωή, κι ό,τι ονειρεύτηκε ο καθένας για τον εαυτό του να το κατακτά. Και χαίρομαι που οι νέοι δεν έχουν αλλάξει, που έχουν την ίδια ορμή, την ίδια άγνοια κινδύνου, την ίδια αθωότητα, που οφείλουν να έχουν οι νέοι…