(η συνέχεια απ’ το νούμερο 4)
Πίσω από τη φωτιά στεκόταν κάποιος, μια γεμάτη μαύρη φιγούρα χωρίς χαρακτηριστικά. Του ήρθε αναγούλα. Έσκυψε το κεφάλι και το κρανίο είχε το μελαμψό πρόσωπο ενός άνδρα. Κάπου, σε έναν άλλο χρόνο, τον είχε πισθάγκωνα δεμένο και τον πυροβόλησε ακριβώς μέσα στο αριστερό μάτι. Παχύ αηδιαστικό υγρού ανέβλυσε από μέσα. Πέθανε με σπασμούς και μια μπότα κλώτσησε το σώμα του στην άκρη. «Πάρε μια δημοκρατική μεταρρύθμιση» είπε κάποιος. Ήταν μέσα σε μια τρώγλη, ένα μέρος της σκεπής είχε πέσει. Κρατούσε στα χέρια ένα κορίτσι, όχι πάνω από πέντε. Με κάθε ανάσα της, μια φυσαλίδα φούσκωνε από το σημείο εισόδου της σφαίρας στο στήθος της. Το αίμα έκανε θόρυβο, έβραζε και τα μάτια της κοιτούσαν στο πουθενά γεμάτα δάκρυα. Αλλού τώρα, με ένα πενηντάρι μεταμόρφωνε τα σώματα Γερμανών στρατιωτών σε άμορφες μάζες, σε μια πόλη που είχαν μείνει μόνο τα καρβουνιασμένα κόκκαλα της κάτω από έναν χλωμό από την κάπνα ήλιο. Δίπλα του, ένα χέρι μέσα από το σωρό της καταστροφής, μαδέρια, τούβλα και βεβηλωμένα οικιακά σκεύη, προσπαθούσε να αρπάξει κάποια περαστικά φτερά να το ανεβάσουν ψηλά. Μια οβίδα σήκωσε το σκηνικό μπροστά του σε μια κουρτίνα σκόνης και τα πάντα σκοτείνιασαν. Κατέβαινε μια πέτρινη σκάλα, μέσα σε ένα άνοιγμα στη γη, με το φως στην πλάτη και τις σκιές μπροστά του, ζωντανές να πυκνώνουν, σαν χέρι που κλείνει για να τον τραβήξει μέσα. Άκουγε το σύρσιμο ποδιών, το κροτάλισμα κόκαλων και τον αέρα να αναδεύει την άμμο σε λεπτά χάδια πάνω στις πέτρες. Στο βάθος, μια φλόγα χόρευε χωρίς ρυθμό. Πλησιάζοντας, συνειδητοποίησε ότι ήταν μια τρύπα στον τοίχο. Γονάτισε και έβαλε το μάτι του. Είδε τη θάλασσα. Ένα σκαρί και γλάρους να πετάνε γύρω από τα κατάρτια. Του ήρθε ένα όνομα, λες και ήξερε το πλοίο. Μια άγνωστη πόλη και αυτός να κατεβαίνει στο λιμάνι της. Έναν άγριο ιθαγενή με ευγενικά μάτια και ζωγραφισμένο πρόσωπο. Κάπου στο μυαλό του υπήρχαν ονόματα για όλα. Όλοι θα πάμε στον πάτο, σκέφτηκε. Ακόμη και αν σωθεί ένας, η θέση του θα τον περιμένει εκεί κάτω. Το όνομα μου είναι γραμμένο στα κατάστιχα. Έβαλα την υπογραφή μου. Που είναι οι απαγορευμένες θάλασσες, οι παραλίες των βαρβάρων; «Μόνο ένα επιβλητικό κουκουλωμένο φάντασμα, σα λόφος από χιόνι στον αέρα». Η κοιλάδα του Σομ με τα περιβόλια της σήψης και μια ολόκληρη γενιά να τρέμει από το σοκ των βομβαρδισμών, να ξύνεται από τα παράσιτα που τρώνε τη σάρκα και τα πνευμόνια μαραμένοι σπόγγοι από τα αέρια μουστάρδας. Ήμουν παντού, ομολόγησε. Έβαλα την υπογραφή μου και καταδικάστηκα πίσω από τη λευκή της ράχη, με το καμάκι υψωμένο. Ποιος κυνηγάει το θάνατο με τόσο μένος; Αυτός που η φάλαινα του έκλεψε το πόδι. «Τον βλέπεις; Που είναι ο διάολος;» ρώτησε κάποιος με λαχτάρα. Άκουσε το νερό που άνοιγε στο πέρασμα του και τον άγριο ήχο του φυσητήρα. «Είναι εκεί» έδειξε με το χέρι. Κάποιος φώναξε, «Στις βάρκες!» Πως μπόρεσε να λησμονήσει αυτόν τον ήχο. Ήταν παντού. Μέσα στις σφαίρες, στις ερπύστριες, στις διαταγές των αξιωματικών, στην παρέλαση των νεκρών στον ύπνο του, όταν μετρούσε πιέζοντας τον εαυτό του στην οριστική έξοδο. Αναδύθηκε στο ενενήντα. Η θάλασσα θυμωμένη από την ύβρη αυτών των ανθρώπων που έκοβαν, έγδερναν και βεβήλωναν με χίλιους τρόπους τα παιδιά της. Ακόμη και το γεράκι που τους ακολουθούσε τιμωρήθηκε, πιάστηκε το φτερό του στη σημαία και βούλιαξε με το καράβι. Ο Συνταγματάρχης πάνω στο λευκό τιτάνα να καρφώνει το καμάκι του μέχρι που χάθηκε και αυτός στα μαύρα βάθη του ωκεανού αφήνοντας τον πίσω να επιπλέει γραπωμένος από ένα βαρέλι. Μπορείς να με λες Ισμαήλ.
Επέστρεψε ξερνώντας θαλασσινό νερό. Ο Συνταγματάρχης κάπνιζε την πίπα του από λευκό ελεφαντοστό. Άκουσαν τον ήχο του πνιγμού του και γύρισαν. Ο Φήλιξ έσπευσε να τον βοηθήσει. Η γυναίκα, ντυμένη πια, και τυλιγμένη με μια κουβέρτα απομακρύνθηκε αργά, κάνοντας έναν ανοιχτό κύκλο προς τα δένδρα. Την κοίταξε αυστηρά. Δεν καταλάβαινε τι του είχε κάνει, αλλά τον είχε παραβιάσει χωρίς την άδεια του και αν είχε πάρει έστω μια μικρή ιδέα από τα οράματα του, ήξερε πόσο επικίνδυνος ήταν, πόσο οργισμένος. Η πρότερη του θλίψη είχε καταπλακωθεί από τη φάλαινα.
Ανδρέας Πασσάς