(η συνέχεια απ’ το νούμερο 5)
«Με μπούκωσε με παραισθησιογόνο», την έδειξε.
«Σου άνοιξε τα μάτια»
Την άκουσε να ψελλίζει μια προσευχή. Τα βραχιόλια της έκαναν έναν υπνωτιστικό καμπανιστό θόρυβο.
«Μη την κατηγορείς. Πληρώθηκε. Δεν είναι τίποτα προσωπικό. Αν το καλοσκεφτείς σου έδωσε κάτι πολύ σπάνιο και ξεχωριστό. Για ώρες βρισκόσουν σε ένα μαγικό μέρος»
Δεν υπήρχε τίποτα μαγικό εκεί που πήγα. Είχε ρίξει μια ματιά στην Κόλαση μέσα από την κλειδαρότρυπα. Μύρισε ξανά τη θάλασσα, την ψαρίλα, το στόμα της φάλαινας και είδε με το μυαλό του, τις δίνες στο νερό όταν το άνοιγε για να καταπιεί το πλήρωμα του Πίκουοντ.
«Είπες ότι δεν είναι η πρώτη φορά. Πόσες;»
Έδειξε πέντε με τα δάκτυλα.
«Και εσύ;»
«Πάντα εδώ. Έχω μια αποστολή»
«Μα ο Μόμπι Ντικ δεν υπάρχει πια»
«Και όμως, είναι παντού. Όλος ο κόσμος είναι πάνω στο λευκό μαστόδοντα» άνοιξε τα χέρια.
«Σε πήρε μαζί του. Γι αυτό δεν μπορείς να ξεφύγεις!»
«Και εσύ που σώθηκες, δεν επέμεινες στο κυνήγι με τον τρόπο σου; Μόνο που το έκανες με τη γνωστή αθώα άγνοια. Κάθε φορά θα σου χρωστάω αυτό» πέταξε ένα νόμισμα στον αέρα προς το μέρος του. Ήταν το ίδιο χρυσό νόμισμα που είχε καρφώσει στο κατάρτι γι αυτόν που θα εντόπιζε πρώτος τη λευκή φάλαινα.
«Όχι αυτή τη φορά» το επέστρεψε και ήταν σαν να έφυγε από το στήθος του μια μεγάλη πέτρα. «Τελείωσε για μένα, θα στρέψω τα μάτια μου πίσω στη ξηρά. Είναι όλη δική σου η φάλαινα, άλλωστε εσύ είσαι δεμένος πάνω της, εμένα με λυπήθηκε»
«Σε λυπήθηκε!» γέλασε κάνοντας πίσω το κεφάλι. «Άκου τον!» είπε σε κάποιον που είχε κρυφτεί μέσα στα σύννεφα και τους κοιτούσε να παίζουν το δράμα τους, και με το πρόσωπο του να έχει σπάσει από ότι του ροκάνιζε την ψυχή, τινάχθηκε μπροστά και τον άρπαξε από τον λαιμό, σπρώχνοντας τον πάνω σε έναν κορμό. Το δυνατό χτύπημα στη πλάτη έκανε τον Μέρκιο να συνέλθει από το μούδιασμα της υπερβατικής εμπειρίας και τότε η εκπαίδευση του στρατιώτη πήρε πάλι μπρος. Έβαλε τα χέρια στους καρπούς του Συνταγματάρχη και με ένα τίναγμα ελευθερώθηκε σπρώχνοντας τον μακριά. Ο Φήλιξ πήγε να επέμβει αλλά ο Συνταγματάρχης έκανε νόημα να σταματήσει.
«Γιέ μου δεν είναι τίποτα ξένο στην ύπαρξη σου αυτό που σου ζητάω….» συνέχισε να μιλάει αλλά ο Μέρκιος είχε πάψει να δίνει σημασία στα λόγια του. Έβλεπε το τοπίο που άλλαζε, οι βουνοκορφές και τα δένδρα άνοιγαν να ενωθούν με τη θάλασσα που έτρωγε τον ουρανό. Η πλάση άφριζε και αναπλάθονταν στην λιτότητα του ωκεανού. Η γυναίκα κοιτούσε στην ίδια κατεύθυνση με δέος. Στο βάθος του μπασταρδεμένου ορίζοντα, εκεί που αρχικά έκαιγε η σφαίρα του ήλιου πίσω από το νερό, σαν έκλειψη του είχε εμφανιστεί το κήτος που γρήγορα τον έκρυψε με το σώμα του σαν να τον είχε αρπάξει και αυτόν μέσα στα μαύρα σωθικά του. (συνεχίζεται)
Ανδρέας Πασσάς