του Πασσά Ανδρέα
Στον «Μαύρο Σκύλο» οι εποχές ήταν όπως τα κενά που αφήνει η βούρτσα του ελαιοχρωματιστή στο πρώτο πέρασμα. Τίποτα δεν τάραζε τη μονολιθικότητα της αφυδατωμένης ταπετσαρίας στον τοίχο, όπως τίποτα δεν μπορούσε να ταράξει τη σκόνη που ’χε καθίσει στα μπουκάλια στα ψηλότερα ράφια.
Μπουκάλια με άγνωστες ετικέτες και το σκούρο υγρό στο εσωτερικό τους να έχει φτιάξει ένα λασπωμένο πυθμένα ζάχαρης στον πάτο. Μπορούσες να δηλητηριάσεις δεινόσαυρο μ’ αυτά ή κάποιον αντιπαθητικό πελάτη, αν είχες τρόπο να ξεφορτωθείς την ενοχή και το πτώμα.
Οι άνδρες στον «Μαύρο Σκύλο» είχαν την όψη αρβύλας ύστερα από εκστρατεία και το χρώμα ξεβαμμένης Δευτέρας, ενώ οι γυναίκες έμοιαζαν με σφήκες που έχασαν το κεντρί τους στον πρώτο άνδρα που αγάπησαν, περιφέροντας ανόητα την απειλή του τσιμπήματος όταν τις κοιτούσες. Ο ιδιοκτήτης, πάντα σε ρόλο μπάρμαν, ήταν η προσωποποιημένη ζοχάδα του Κάπτεν Αχαάβ κάθε που αλλάζει ο καιρός και το πόδι του θυμάται το άλλο μισό στο στομάχι της φάλαινας, και δεν σου έδινε πίστωση αν πρώτα δεν πέταγες στη μπάρα τα αχνιστά σπλάχνα σου. Δάκρυα ή μια καλή ιστορία το συνάλλαγμα. Αν χαμογελούσες πολύ ή μίλαγες δυνατά, πλήρωνες το ποτό αρκετά πάνω από την τιμή του. Καμία συμπάθεια δεν έβρισκε ο ενοχλητικά ευτυχισμένος πελάτης. Οι παλιοί θαμώνες το ήξεραν και δεν έλεγαν τίποτα. Έπιναν κατηφείς στα όρια της υπερβολής.
Ο «Μαύρος Σκύλος» βρίσκονταν σ’ ένα αδιέξοδο στον απόπατο της πόλης και δεν λεγόταν έτσι πραγματικά, κι εγώ δεν πρόκειται να σου πω την ακριβή τοποθεσία ή το όνομα του, όμως αν είσαι πρώτης κατηγορίας χαμένος ή αιώνια ερωτευμένος με «το τίποτα χειροπιαστό» και ο αγαπημένος σου θεός είναι ίδιος μ’ εκείνον του Αντώνιου, θα έχεις σίγουρα ξεράσει ξεθυμασμένη αγάπη και έρωτες συναρμολογημένους με πετονιά στα λίγα τετραγωνικά της βρομερής τουαλέτας του, με το αυτοκόλλητο του μαύρου Κανίς να σε κοιτά υποτιμητικά από το καζανάκι. Πόσα χείλη δεν ψέλλισαν «Ιουστίνη, Ιουστίνη» πριν περάσουν στην ανόητη λήθη μιας δουβλινέζικης συνταγής με 40% αλκοόλ.
Τα Χριστούγεννα στον «Μαύρο Σκύλο» ήταν ένας σειριακός δολοφόνος. Μια φορά τον χρόνο οι πότες αφήνονταν στις σκοτεινές ορέξεις του, κι όποιον έπαιρνε ο Χάρος. Ο θερισμός ξεκινούσε στις 20 του μήνα και διαρκούσε μέχρι τις 26 τα μεσάνυχτα. Στις 27 οι τακτικοί πελάτες έκαναν κάλεσμα, και όταν δεν απαντούσε ένα όνομα, ο ιδιοκτήτης χτυπούσε το καμπανάκι δίπλα στην τηλεόραση και όλοι έπιναν ένα σφηνάκι στη μνήμη του πεσμένου συντρόφου, κάποιοι ανακουφισμένοι γιατί γλίτωσαν και άλλοι σκυθρωποί επειδή είχαν έναν ακόμα άραχλο δαντικό κύκλο μπροστά τους.
Στον «Μαύρο Σκύλο» πήγαιναν, ο Έρνεστ για την πρωινή του πορτοκαλάδα, ο Λώρενς για να αναπολήσει αλεξανδρινές που στο κρεβάτι έμοιαζαν με σαντιγί, μια φορά πήγε ένας γερασμένος δολοφόνος για ν’ αγοράσει ένα όπλο για να εκδικηθεί τον θάνατο μιας πόρνης, κάτι κοπρόσκυλα από τη CIA, o Μπιλ με το αυτοσχέδιο ντικτάφωνο στη δερμάτινη καφέ βαλίτσα, ένας ταχυδακτυλουργός που πίστευε ο ότι ο λαγός του ήταν στην πραγματικότητα πριγκίπισσα και τον έφαγε σε κάτι μεγάλες πείνες· πήγαιναν επίσης κάτι συγγραφείς που δεν έγραψαν ποτέ ένα σπουδαίο βιβλίο, κάποιοι που έγραψαν αλλά δεν το διάβασε κανείς, πήγαν ένα βράδυ δυο άσπονδοι εχθροί αγκαλιασμένοι, ο Οδυσσέας –αλλά αυτό δεν θα το βρεις πουθενά στο έπος– ένας Κινέζος ναυτικός που ισχυριζόταν ότι είχε δει γοργόνα και τη ζωγράφισε άθλια στο χέρι του, αλλά το είχε μόνο σε φωτογραφία γιατί μετά έπαθε γάγγραινα και το έκοψαν, πήγε ο Μαξ και κατούρησε τον Μέγα Κθούλου στο πλοκάμι καθώς ονειρεύονταν πάνω από ένα dry Μartini τη βυθισμένη Ρ’Λύε και έγινε ένας τρομερός τσαμπουκάς μάνα μου, και τέλος έσκαγαν μύτη όλοι εκείνοι που πιστεύουν ότι τα άστρα είναι ασημένιες κλειτορίδες και που πίνουν με συνέπεια για να μην τρελαθούν από την τόση ομορφιά στο ουράνιο στερέωμα.
Ο «Μαύρος Σκύλος» δεν υπάρχει πια. Η καρδιά του ιδιοκτήτη του, έσκασε στις πέντε το πρωί μιας Κυριακής, όταν μάζευε τα ποτήρια, και οι θαμώνες σ’ ένα παράλογο πείσμα αρνήθηκαν την καινούρια διεύθυνση υψώνοντας το μεσαίο δάκτυλο. Τώρα στη θέση του λειτουργεί μια ψησταριά και στο πίσω μέρος, ο Αιγύπτιος λαντζέρης μ’ ένα χαμόγελο σαν λουλούδι της ερήμου έπειτα από βροχή, διαβάζει ποιήματα γραμμένα σε λαδόκολλες στα φαντάσματα που έλκονται κάποιες ζεστές νύχτες από την ηχώ του τσουγκρίσματος των ποτηριών.