(η συνέχεια απ’ το νούμερο 6)
«Με μπούκωσε με παραισθησιογόνο» την έδειξε.
«Σου άνοιξε τα μάτια»
Την άκουσε να ψελλίζει μια προσευχή. Τα βραχιόλια της έκαναν έναν υπνωτιστικό καμπανιστό θόρυβο.
«Μη την κατηγορείς. Πληρώθηκε. Δεν είναι τίποτα προσωπικό. Αν το καλοσκεφτείς σου έδωσε κάτι πολύ σπάνιο και ξεχωριστό. Για ώρες βρισκόσουν σε ένα μαγικό μέρος»
Δεν υπήρχε τίποτα μαγικό εκεί που πήγα. Είχε ρίξει μια ματιά στην Κόλαση μέσα από την κλειδαρότρυπα. Μύρισε ξανά τη θάλασσα, την ψαρίλα, το στόμα της φάλαινας και είδε με το μυαλό του, τις δίνες στο νερό όταν το άνοιγε για να καταπιεί το πλήρωμα του Πίκουοντ.
«Είπες ότι δεν είναι η πρώτη φορά. Πόσες;»
Έδειξε πέντε με τα δάκτυλα.
«Και εσύ;»
«Πάντα εδώ. Έχω μια αποστολή»
«Μα ο Μόμπι Ντικ δεν υπάρχει πια»
«Και όμως, είναι παντού. Όλος ο κόσμος είναι πάνω στο λευκό μαστόδοντα» άνοιξε τα χέρια.
«Σε πήρε μαζί του. Γι αυτό δεν μπορείς να ξεφύγεις!»
«Και εσύ που σώθηκες, δεν επέμεινες στο κυνήγι με τον τρόπο σου; Μόνο που το έκανες με τη γνωστή αθώα άγνοια. Κάθε φορά θα σου χρωστάω αυτό» πέταξε ένα νόμισμα στον αέρα προς το μέρος του. Ήταν το ίδιο χρυσό νόμισμα που είχε καρφώσει στο κατάρτι γι αυτόν που θα εντόπιζε πρώτος τη λευκή φάλαινα.
«Όχι αυτή τη φορά» το επέστρεψε και ήταν σαν να έφυγε από το στήθος του μια μεγάλη πέτρα. «Τελείωσε για μένα, θα στρέψω τα μάτια μου πίσω στη ξηρά. Είναι όλη δική σου η φάλαινα, άλλωστε εσύ είσαι δεμένος πάνω της, εμένα με λυπήθηκε»
«Σε λυπήθηκε!» γέλασε κάνοντας πίσω το κεφάλι. «Άκου τον!» είπε σε κάποιον που είχε κρυφτεί μέσα στα σύννεφα και τους κοιτούσε να παίζουν το δράμα τους, και με το πρόσωπο του να έχει σπάσει από ότι του ροκάνιζε την ψυχή, τινάχθηκε μπροστά και τον άρπαξε από τον λαιμό, σπρώχνοντας τον πάνω σε έναν κορμό. Το δυνατό χτύπημα στη πλάτη έκανε τον Μέρκιο να συνέλθει από το μούδιασμα της υπερβατικής εμπειρίας και τότε η εκπαίδευση του στρατιώτη πήρε πάλι μπρος. Έβαλε τα χέρια στους καρπούς του Συνταγματάρχη και με ένα τίναγμα ελευθερώθηκε σπρώχνοντας τον μακριά. Ο Φήλιξ πήγε να επέμβει αλλά ο Συνταγματάρχης έκανε νόημα να σταματήσει.
«Γιέ μου δεν είναι τίποτα ξένο στην ύπαρξη σου αυτό που σου ζητάω….» συνέχισε να μιλάει αλλά ο Μέρκιος είχε πάψει να δίνει σημασία στα λόγια του. Έβλεπε το τοπίο που άλλαζε, οι βουνοκορφές και τα δένδρα άνοιγαν να ενωθούν με τη θάλασσα που έτρωγε τον ουρανό. Η πλάση άφριζε και αναπλάθονταν στην λιτότητα του ωκεανού. Η γυναίκα κοιτούσε στην ίδια κατεύθυνση με δέος. Στο βάθος του μπασταρδεμένου ορίζοντα, εκεί που αρχικά έκαιγε η σφαίρα του ήλιου πίσω από το νερό, σαν έκλειψη του είχε εμφανιστεί το κήτος που γρήγορα τον έκρυψε με το σώμα του σαν να τον είχε αρπάξει και αυτόν μέσα στα μαύρα σωθικά του.
Οι άλλοι δύο δεν είχαν πάρει χαμπάρι το χάος πάνω από τα κεφάλια τους. Ο Συνταγματάρχης λυσσομανούσε με σαλιωμένα λόγια και φλογισμένες από πάθος κινήσεις, για να τον κερδίσει στην αιώνια αιματοχυσία του, αγνοώντας ότι ο μεγάλος εχθρός του, ήταν εκεί και πλησίαζε απειλητικά.
«Κάθε φορά που σε ακολούθησα πρόδωσα το δώρο της! Η θέση σου είναι στο στομάχι της» φώναξε ο Μέρκιος τινάζοντας τη γροθιά στο σαγόνι του Συνταγματάρχη, που τον έπιασε απροετοίμαστο και τερμάτισε την λογοδιάρροια του. Ο Φήλιξ έκανε να τραβήξει ένα όπλο μέσα από το μπουφάν, η γυναίκα όμως τον σταμάτησε με ένα μαχαίρι που το έβγαλε από το μανίκι της και το κάρφωσε μέσα στο αυτί του. Το σώμα του λύθηκε πέφτοντας άψυχο κάτω.
«Κοίταξε τον, έρχεται για σένα!» έπιασε τον Συνταγματάρχη που έφτυνε αίμα σκυμμένος και τον έστησε όρθιο, ελέγχοντας τον με μια λαβή . Η φάλαινα είχε ανοίξει το στόμα της. Ο Συνταγματάρχης άρχιζε να ουρλιάζει και μετά να του δαγκώνει το χέρι για να ελευθερωθεί. Όταν τα πελώρια σαγόνια έριξαν τον ίσκιο της αντάρας τους, ο Μέρκιος τον έσπρωξε μέσα, με την κραυγή του να μένει στον αέρα, μια πλουμιστή ουρά της πτώσης του στην κόλαση.
Αμέσως, ένιωσε τις κοφτερές λεπίδες του χιονιά που κατέβαζε το βουνό. Το λίπος είχε κάνει μια λευκή κρούστα στη γύμνια του. Έπεσε στα γόνατα δίπλα στο σώμα του Συνταγματάρχη που τον κοιτούσε με το λαιμό του στραμμένο αφύσικα πέρα από τον αριστερό του ώμο και το μάτι του γυρισμένο πάνω. Από τη γλώσσα του κρέμονταν ένα λεπτό κορδόνι σάλιου και αίματος. Μερικά μέτρα στα δεξιά, δίπλα στις στάχτες της πυράς, ήταν το σώμα του Φήλιξ με το μαχαίρι να προεξέχει. Η γυναίκα πήρε το όπλο του. Κρατώντας το σαν κάτι που ήταν πολύ κατώτερο της και μολυσμένο, το έφερε και το έβαλε μέσα στα χέρια του Μέρκιου.
Την ρώτησε γιατί τον βοήθησε.
Σε σπαστά αγγλικά είπε «Αυτός ο άνδρας ήταν προσβολή για τη ζωή. Πρέπει να τελειώσει η προσβολή του μια και καλή». Απαλά, τον καθοδήγησε να στρέψει το όπλο μέσα στο στόμα του. Υπήρχε ευγένεια στα μάτια της, κατανόηση, ίσως και μια στάλα θλίψης για εκείνον. Κούνησε το κεφάλι του. Τα δόντια του χτύπησαν στο μέταλλο. Τα δάκρυα έτρεξαν καυτά. Γεύτηκε την αλμύρα τους και κοιτώντας μια μακρινή θάλασσα με τη φαντασία του, πάτησε την σκανδάλη.
Ο Ισμαήλ σταμάτησε να κολυμπά και αφέθηκε να κατέβει στον υγρό τάφο του.
Ανδρέας Πασσάς