“Περιπλάνηση”
Έμεινε η βάρκα μοναχή, στο σούρουπο, στο βάλτο.
Βουλιάζει. Στάλα, στάλα η βαλτωμένη λίμνη μασουλά το ξύλο. Γύρω γύρω στην όχθη έκανα το ταξίδι. Ρίζες υγρές, λάσπη νωπή, πατημασιές. Μέσα τους ζουν βατράχια. Κοάζουν ρυθμικά. Το μεταφράζω «προχώρα». Χαμόκλαδα επιπλέουν. Συνάντησαν τα κουπιά. Πορείες ακαθόριστες, επιπλέουν. Το μαγικό τυχαίο. Εκείνο που υπνωτισμένο σε κρατά κάποιες στιγμές μοναχικές. Και σ’ οδηγεί η ελπίδα, τ’ αστέρια κι ο εξάντας. Δώρα τους όλα. Πέτρες βυθίζονται, χρυσόψαρα αναπνέουν. Λέπια πορτοκαλί, λέπια λευκά, λέπια άχρωμα. Έτσι τα χρωματίζει ο ευλογημένος χρόνος. Μικρές σφαίρες αέρα, μπουρμπουλήθρες συναντούν το βλέμμα μου. Κι όλα μαζί και χώρια τον ουρανό συναντούν. Για εκεί η εντροπία, για εκεί η ουτοπία. Σκάνε. Επίλογος ή πρόλογος; Στη μελωδία της υγρής άπλας, ο ήχος. Ερωδιοί στη σύνθεση, στο κέντρο της λίμνης, απλοποιούν τα γυμνά δέντρα. Η απλοποίηση είναι γυμνή από τη φύση της. Όσο απλά, όσο ξεκάθαρα, όσο ευλογημένα. Νεκροταφείο μισοβυθισμένων κορμών. Γύρω γύρω το κορμί μου στην όχθη της λίμνης σέρνεται, κινείται, σταματά, κομπιάζει, τρέχει. Ανάκατοι ρυθμοί. Το ουσιαστικό πριν τα ρήματα; Η ζωή. Ή η αγάπη. Το ίδιο κάνει. Έρχονται, φεύγουν. Έρχομαι, φεύγω. Πορείες παράλληλες, αντίστροφες, τεμνόμενες, εφαπτόμενες. Το έκανα το ημικύκλιο ξυπόλητος. Δε μέτρησα απόσταση και χρόνο. Τις διαθέσεις του καιρού μονάχα. Αυτό μετρούσα πάνω στο δέρμα μου, στα φτωχικά μου μάτια. Στην αντίπερα όχθη που όλοι μιλούν, που όλοι υμνούν, λέω πως έφθασα. Ατάραχος κάθισα, ύστερα ξάπλωσα. Ατάραχος σε μια ατάραχη λίμνη. Έμεινε η βάρκα μοναχή, στο σούρουπο, στο βάλτο. Βούλιαξε. Γεύτηκε η βαλτωμένη λίμνη όλο το σκαρί. Βλέπω τη βύθιση και τη δίνη σαν μια μακρινή περιστρεφόμενη ανάμνηση. Κι ύστερα τίποτε άλλο μέσα σ’ ένα ανακατωμένο θρόισμα φύλλων.
Πλατάνια μεγαλόψυχα. Μας μάθανε τις ρίζες και το στήριγμα. Τούτα τα δύο. Που όλοι μας κάποτε γυρέψαμε. Ή γινήκαμε. Θυμήθηκα, μα ποτέ μου δεν το ‘χα φανταστεί, ξοπίσω μου ερχότανε μια ακόμη διαδρομή. Με παρακολουθούσε. Υπομονετικά περίμενε. Κρυμμένη σε λευκούς αερικούς χιτώνες. Την κατάλληλη στιγμή, εκεί στην αντίπερα όχθη, με σκούντηξε. Τόσο με τάραξε, ολόκληρος ανάποδα γύρισα. Πίσω μου κοίταξα. Είχε εκεί μιαν άλλη λίμνη. Καθαρή, διάφανη. Μια βάρκα μοναχή, το σούρουπο, η λίμνη. Την άφησα πάλι τη βάρκα. Δεν ξέρω άμα βουλιάξει, ασάλευτη αν μείνει, αν έχει άγκυρα. Τούτη την φορά δεν περπατώ. Τόσο διάφανο στη λίμνη. Ξεκίνησα να κολυμπώ.
Νίκος κιχεμ
3,141592653589-οιέω
(στήλη σκέψης, γραφής & ποίησης)
(Ο Υπογράφων τα παραπάνω, Κοτσαμπουγιούκης Νικόλαος – κιχεμ)
Instagram: nikos_kihem