του Ανδρέα Πασσά
Ο γιατρός έγλειψε το πάνω χείλος του και εξέπνευσε.
Τα αποτελέσματα της μαγνητικής στην οθόνη του υπολογιστή, χόρευαν σε αχνές ανταύγειες στο σημαδεμένο από την ακμή πρόσωπο του. Στο διάστημα αυτό, η σκηνή επιμηκύνθηκε, μάζεψε, έγινε ασπρόμαυρη, ψυχεδελικά πολύχρωμη και επανήλθε μαγικά από τον ήχο του κινητού του γιατρού. Κοιτώντας πάντα την οθόνη, απέρριψε την κλήση σέρνοντας το δάκτυλο πάνω στη συσκευή.
«Τόσο άσχημα» είπα τελικά.
Κοίταξε ενοχλημένος, σαν να είχα πατήσει πάνω στην ιερή αυτή στιγμή με λασπωμένες σόλες. Έπειτα έστρεψε ξανά το βλέμμα του στην εικόνα του εγκεφάλου μου. Προσπάθησα να απομακρύνω την προσοχή μου από το χάσμα της σιωπής του, ένα κενό που έβριθε με όλους του πιθανούς φόβους και όλο το ύπουλο απόθεμα ελπίδας που μπορεί να θρέφει κανείς.
«Μα πείτε μου, δουλεύω στην τηλεόραση, στις ειδήσεις και δεν υπάρχει κανένα κακό νέο που να μην αντέχει το στομάχι μου» ξέσπασα τελικά όταν δεν βρήκα κάπου να καταχωνιάσω τη σκέψη μου.
Γύρισε την οθόνη προς το μέρος μου.
«Υπάρχουν κυτταρικές συσσωρεύσεις στην παρεγκεφαλίδα και στο μετωπιαίο λοβό, εδώ και εδώ» μεγέθυνε με το ποντίκι δυο εικόνες.
«Τώρα εξηγείται γιατί λυγίζω κουτάλια με τη σκέψη»
Μάλλον στην ιατρική σχολή πειραματίστηκαν με την αφαίρεση του χιούμορ πριν ασχοληθούν με την ανατομία.
«Είναι αρκετά σοβαρή η κατάσταση σας»
«Το γνωρίζω. Απλά το επιβεβαιώσαμε με αυτό» έδειξα την οθόνη. Ο πονοκέφαλος η ναυτία και η υπνηλία σαν αρκούδα που την καλεί η χειμερία νάρκη, φώναζαν άσχημη κατάσταση ένα μήνα τώρα. Ήρθα προετοιμασμένος για το χειρότερο και έπεσα μέσα. Άλλωστε είναι αδύνατον να μην καταλάβεις ότι κάτι μέσα σου έχει γαμηθεί πανηγυρικά, όταν βλέπεις πράγματα αμφίβολης προέλευσης στον ξύπνιο σου.
«Εδώ» έσυρε τον κέρσορα σε ένα σημείο «ο συγκριμένος όγκος θα προκαλέσει με την πάροδο του χρόνου εκτεταμένη αλλοίωση στην προσωπικότητα, δυσκολία στο βάδισμα και πρόβλημα στην όραση και το λόγο. Ενώ εδώ…» πήγε σε μια άλλη εικόνα «ναυτία, ακαμψία του αυχένα και έλλειψη συντονισμού. Η ζωή σας γρήγορα θα γίνει πολύ δύσκολη. Σας μιλάω ωμά, γιατί έχετε μεγάλο αγώνα μπροστά σας. Θελήσατε ειλικρίνεια νωρίτερα. Λοιπόν έχουμε να δώσουμε μια δύσκολη μάχη»
«Καμία μάχη, γιατρέ»
«Τι θέλετε να πείτε;»
«Φαντάζομαι θα πρέπει να κάνω ακτινοβολίες ή κάποια επέμβαση που θα σκάψει εδώ μέσα» έδειξα με το δάκτυλο το κεφάλι. «Λυπάμαι, αλλά το έχω ξαναδεί το έργο και δεν έχω καμία επιθυμία για επανάληψη»
«Δηλαδή;» έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του που κρεμόταν στην πλάτη της καρέκλα, ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο.
«Πριν μερικά χρόνια ένα κοντινό πρόσωπο αντιμετώπισε το ίδιο πράγμα. Όχι στην ίδια έκταση αλλά σε βαθύ σημείο. Πρώτα έχασε τα μάτια, μετά τα λογικά και τις μόνες στιγμές διαύγειας που είχε, παρακαλούσε να πεθάνει. Και το χειρότερο ήταν, ότι όσοι ήμασταν γύρω του, ελπίζαμε σε ένα θαύμα. Μέχρι τη μέρα που πέθανε περιμέναμε για αυτό. Δεν βλέπαμε ότι είχε γίνει ένα σωρός σάρκας που ήταν αδύνατο να επανέλθει σε φυσιολογική κατάσταση. Όχι, όχι γιατρέ. Όχι για δεύτερη φορά»
Το δωμάτιο μύριζε σοκολάτα από το αρωματικό υγρό στο τσιγάρο.
«Υπάρχει τεχνολογία τώρα, δεν χρειάζεται να παρέμβουμε τόσο πολύ στον εγκέφαλο. Όπως περιγράφεις το περιστατικό, μιλάς για την εποχή που σκάβαμε. Τώρα υπάρχουν ρομπότ … Μπορώ να σου μιλήσω στον ενικό;»
«Άνετα. Το προτιμώ. Έτσι και αλλιώς έχετε δει τα μέσα μου» έδειξα με το πηγούνι τον εγκέφαλο μου στο γραφείο.
«Ο χρόνος, μας πιέζει στην περίπτωση σου. Η αντίδραση σου είναι από το σοκ…»
«Δεν είναι»
«Άσε με να τελειώσω το συλλογισμό μου» σήκωσε το χέρι του. «Εδώ…» έγραψε σε ένα χαρτί «είναι το τηλέφωνο ενός φίλου ψυχολόγου. Καλό είναι να κλείσεις ένα ραντεβού μαζί του. Σήμερα. Θα του τηλεφωνήσω και εγώ αν δεχτείς. Μίλησε μαζί του, θα σου κάνει καλό και έλα πάλι στο τέλος της εβδομάδας και πες μου αν και πως θέλεις να προχωρήσουμε» έσπρωξε το χαρτί στο μέρος μου. «Και θέλω να συνεχίσεις να παίρνεις το φάρμακο που σου έδωσα την άλλη φορά, όπως και αυτά τα δύο» έπιασε να γράφει σε ένα άλλο χαρτί.
(συνεχίζεται)