του Ανδρέα Πασσά
«Αυτά είναι ψυχοφάρμακα. Δεν είναι όλα μαύρα» παρατήρησα.
«Ήσουν πάντα κυνικός ή είναι άμυνα;»
Γέλασα. «Μπορεί να άρχισε η αλλοίωση της προσωπικότητας μου ε; Πρόσφατα σε μια παρέα είχαμε μια κουβέντα για το τι θα έκανε ο καθένας αν μάθαινε ότι έχει έξι μήνες ζωής. Σχεδόν όλοι είπαν ταξίδια. Τους είπα, ότι αυτό είναι μια χολιγουντιανή χίμαιρα. Πρώτον δεν θα έβρεχε ξαφνικά χρήματα για να κάνουν κάτι που τώρα δεν μπορούν και ότι αν είχες μπροστά σου μόνο έξι μήνες, σίγουρα αυτοί θα ήταν πτωτικοί για το σώμα σου. Δεν μπορείς να περιμένεις ότι απλώς την τελευταία μέρα θα φύγεις σαν πουλάκι. Τίποτα δεν θα έκανα. Θα πηδούσα από το καράβι.»
Κοίταξε με τα φρύδια και τα αυτιά του να κουνιόνται, ενώ επεξεργάζονταν αυτά που είπα. «Σκέφτεσαι κάτι τέτοιο;» Άφησε τον ατμό να φύγει από τα ρουθούνια του. Ένα σύννεφο μαύρης αοριστίας πέρασε ανάμεσα μας και έφυγε για το παράθυρο.
«Αυτή τη στιγμή σκέφτομαι ένα στίχο. «Τώρα που ο συνεταιρισμός μας πια διαλύεται, πόσο περίεργα νιώθω. Του Ώντεν»
«Δεν πιστεύω ότι είσαι τόσο κυνικός όσο θες να δείχνεις»
«Έχεις το σώμα σου από τη μία και την ταυτότητα σου από την άλλη. Αν το σώμα αρρωστήσει προδίδει την ύπαρξη του και την ταυτότητα σου. Σε κλωτσάει το ίδιο από τη ζωή, έτσι δεν είναι; Και αν χαλάσει η προσωπικότητα και κάνεις κάποια τρέλα, πάει η ζωή από το σώμα. Όπως το βλέπω σε καμία περίπτωση δεν υπάρχουν ελαφρυντικά για τη δυσλειτουργία, είτε σωματική είτε ψυχική. Η μάχη είναι χαμένη. Άσε που τρέμω τις αναπηρίες. Είναι μέρος η Ελλάδα να είσαι ανάπηρος ή να εξαρτάσαι από την πρόνοια του κράτους;»
«Έχεις δίκιο…. Δουλεύεις πολλά χρόνια στις ειδήσεις. Άκου, γίναμε νοήμονα όντα εξαιτίας της ανάγκης για επιβίωση, έτσι ξύπνησε η συνείδηση, από την προσπάθεια να ζήσουμε παρά τις αντιξοότητες. Επισκέψου τον άνθρωπο που σου συνέστησα. Δες τους δικούς σου, τη γυναίκα σου ή τη φίλη σου, μιλήστε και ξανακάνουμε αυτή την κουβέντα. «Αν επιμείνεις τότε» αναστέναξε «συμφωνώ, δεν έχει ταξίδια και ηλιοβασιλέματα στο Μπαλί, θα ζήσεις του λίγους μήνες μαρτυρικά και άσχημα»
Την ώρα που σηκωνόμαστε για να δώσουμε τα χέρια, αντιλαμβάνομαι ότι είμαι σφιγμένος. Οι παλάμες μου υγρές, κλείνουν στη χειραψία ενώ ντρέπομαι ότι ίσως πάρει το σημάδι αυτό για διάψευση των όσων του είπα και το μεταφράσει σε φόβο.
Στο σαλόνι του ιατρείου βάζω ένα ποτήρι νερό από τον ψύκτη, η γεύση της αρρώστιας επιμένει στη γλώσσα μου, μια ξερή και πικρή ερημιά. Η γραμματέας, μια ψηλή κοπέλα με κοντό κόκκινο μαλλί αποφεύγει το βλέμμα μου καθώς την πληρώνω για την επίσκεψη και της ξεφεύγει λίγη δυσφορία για το βρεγμένο κύκλο που αφήνει το ποτήρι στο ξύλο. Συνειδητοποιώ ότι τρέμω. Δεν περιμένω να πάρω την απόδειξη, την άλλη φορά, λέω, και δραπετεύω στο διάδρομο και από κει στη σκάλα κρατώντας την κουπαστή για να μην πέσω, με τη σκέψη μου χαοτικά απλωμένη στο τίποτα ενώ ο θάνατος, που τη μια βγάζει βλαστό και την άλλη έχει μεταμορφωθεί παράλογα σε βουνό, κροταλίζει, οδύρεται και γυρνάει σε δίνες τα σωθικά μου.
Η μέρα είναι από τις πρώτες της άνοιξης, φωτεινή και φορτωμένη με μυρωδιές. Η διάχυση του φωτός, προσφέρει μια διάφανη διαύγεια, στην ύλη και στα χρώματα. Το ίδιο διαυγή και πλούσια σε παλέτα είναι τα μάτια των γυναικών, οι λαιμοί τους γνέφουν επαφή και τα σώματα ηλεκτρίζουν τα ρούχα, τυλίγοντας τις σιλουέτες τους σε μαγνητικά πεδία ηδονής. Τα μαλλιά τους, που κυματίζουν στον ήπιο καθαρό βοριά συναγωνίζονται τις νεραντζιές σε άρωμα. Το βαθύ γαλάζιο του ουρανού ένα κοίλο άπειρο…… σταμάτα! Αυτό είναι μια άθλια εξιδανίκευση της Κηφισιάς και των ανθρώπων στο πεζοδρόμιο της, που οφείλεται μόνο στο ότι τα γεγονότα τοποθέτησαν μια κόκκινη γραμμή τερματισμού στο κοντινό μέλλον. Πίσω από την οφθαλμαπάτη, είναι απλά Μάρτης, Τρίτη και πεθαίνω. Σάλτα γαμηθείτε όλοι. Ο θάνατος μου είναι ο καταστροφέας του κόσμου, το κέντρο του σύμπαντος που καταρρέει ρουφώντας την πλάση από τα μάτια μου.