Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η ΟΝΕ κατέστησε αναγκαία την οικονομική και κοινωνική σύγκλιση με πρόοδο της περιφερειακής και κοινωνικής πολιτικής της Κοινότητας. Όμως με την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, αυξάνουν και οι πιέσεις του ανταγωνισμού επί των ασθενέστερων χωρών της Κοινότητας. Είναι γεγονός ότι κάποιοι ωφελούνται και θα πρέπει να προσπαθήσουν να βοηθήσουν τους ασθενέστερους να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες τους. Αυτό αποτελεί πολύ σημαντικό στάδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, καθώς όλα τα κράτη-μέλη έχουν συμφέρον από τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων αποτελεί βασικό όρο της οικονομικής και πολιτικής προόδου της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης.
Αναπόφευκτα, οι θεσμοί και οι αποφάσεις της ΕΕ οριοθετούν αρχικά το μακρο-οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι επιμέρους εθνικές πολιτικές. Υπάρχουν, όμως, τομείς πολιτικής όπως η αγροτική πολιτική ή ο ανταγωνισμός, όπου η παρέμβαση της ΕΕ είναι καθοριστική. Δεν συμβαίνει το ίδιο και σε άλλα πεδία πολιτικής, όπως η κοινωνική. Εκεί ο ρόλος της ΕΕ περιορίζεται στη διατύπωση γενικών αρχών και οδηγιών, αφήνοντας αρκετά περιθώρια για άσκηση εθνικής πολιτικής και λειτουργία επιμέρους ρυθμιστικών συστημάτων.
Επίσης, όταν η νομισματική πολιτική κατευθύνεται από μια ανεξάρτητη Κεντρική Τράπεζα, που δεν υπόκειται σε βραχυπρόθεσμες πολιτικές πιέσεις, συχνά ωθεί τις κυβερνήσεις να μεταβάλουν τις πολιτικές τους. Τα κράτη-μέλη δεν ήταν προετοιμασμένα για την ΟΝΕ, αφού δεν συμμορφώνονταν με τα κριτήρια της σύγκλισης. Χρησιμοποιώντας τεχνικές «δημιουργικής» λογιστικής, κατάφεραν να μπουν στους κόλπους της χωρίς να το δικαιούνται. Παράλληλα, στο πολιτικό επίπεδο υποστηρίζεται ότι ένα ενιαίο νόμισμα αποτελεί το βασικό βήμα προς τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού υπερκράτους. Στοιχεία της οικονομικής πολιτικής μετακινούνται πλέον από την εθνική δικαιοδοσία, στην δικαιοδοσία των κοινοτικών οργάνων. Δεν έχουν νόημα, λοιπόν, οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις για θέματα που αφορούν στον πληθωρισμό ή την ανεργία, αφού η λειτουργική αρμοδιότητα θα έχει αφαιρεθεί από τις εθνικές πολιτικές και θα έχει μεταφερθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Σε τελική ανάλυση, οι εθνικές κυβερνήσεις δεν θα έχουν ούτε την έσχατη επιλογή της υποτίμησης.
Όλα αυτά οδηγούν στο πρόβλημα του δημοκρατικού ελλείμματος μέσα στην Κοινότητα. Η ΟΝΕ τελικά στερεί από τα κράτη-μέλη τη δυνατότητα πολιτικών επιλογών, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ικανοποιήσει τις προτιμήσεις τους. Κι επειδή η νομισματική κυριαρχία συνδέεται με την κρατική κυριαρχία, η απεμπόλησή της σηματοδοτεί και την απώλεια μέρους της πολιτικής ανεξαρτησίας ενός κράτους. Θα έπρεπε, επίσης, η οικονομική πολιτική να διεξάγεται με αναφορά στην κατάσταση της οικονομίας σε όλα τα κράτη που χρησιμοποιούν το ενιαίο νόμισμα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, γιατί υπάρχουν κράτη-μέλη που ανήκουν σε μια «άριστη νομισματική περιοχή» και άλλα που δεν ανήκουν.
Π. Ρ.